Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Mirel Wagner - When the cellar children see the light of day (2014) Dark folk, blues


Η Mirel Wagner κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ το 2012. Blues Folk acoustic μουσική με μεγάλες δόσεις σκοτεινιάς και απαισιοδοξίας.
Υπογράφοντας πλέον στην Sub pop και με όπλο την κιθάρα της και μόνο, μας προσφέρει μια ξεχωριστή δημιουργία. Όλα τα συστατικά του ντεμπούτου της είναι και πάλι εδώ, αλλά σε υπερθετικό όμως βαθμό. Πριν όμως περάσουμε στην κριτική του δίσκου, ας γνωριστούμε. Η Mirel δεν είναι άλλο ένα κορίτσι γεννημένο στην Αμερική ή την Αγγλία που πήρε τη μουσική της παιδεία και ασχολήθηκε με την παραδοσιακή ας πούμε μουσική. Η Mirel είναι μια Φιλανδή αιθιοπικής καταγωγής (υιοθετήθηκε μόλις 1,5 ετών). Μια έγχρωμη βορειοευρωπαία λοιπόν που συνθέτει και παίζει τα blues όπως καμία άλλη.
Ήδη από το “1, 2, 3, 4” που είναι σαν ένας πρόλογος στα όνειρα και τους εφιάλτες που θα ακολουθήσουν, αναρωτιέται “One, two, three, four, what΄s underneath the floor?”. Έτσι θα ακολουθήσει το κλίμα απελπισίας και downίλα που ξεκινάει ουσιαστικά με το “The dirt”. Downίλα μόνο με μια κιθάρα και τη φωνή της. Η απογυμνωμένη μουσική της πρόταση θα συνεχιστεί με το νοσταλγικό “Elipsis”.
Με το “Oak tree”, έχεις πια συνηθίσει και δε σου λείπουν ούτε οι ηλεκτρικές κιθάρες, ούτε τα ντραμς, ούτε τίποτα. Η μουσική της και η δυνατή παραγωγή στη φωνή της αρκούν και δεν είναι ποτέ λίγα. Γεμίζουν τις αισθήσεις και είναι αρκετά για να θες να τραγουδήσεις κάθε στίχο.
Στο ίδιο ύφος θα κυλήσει το υπόλοιπο άλμπουμ με αποκορύφωμα, το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι του δίσκου “Taller than tall trees”. Εδώ πραγματικά νιώθεις κάθε στίχο να σε διαπερνά και σε συνδυασμό με τη μουσική ξέρεις ότι θα σου αφήσει κάτι μέσα σου για πάντα. Το ότι αποτελεί μια δημιουργία που είναι καλύτερα να ακούγεται σαν σύνολο και δεν συνίστανται οι ακροάσεις μεμονωμένων τραγουδιών, δεν αφαιρεί τίποτα από το όραμα της Mirel Wagner. Ξέρει απολύτως πώς να μεταδώσει τη σκοτεινιά που την περιτριγυρίζει.
Αφεθείτε, να απλωθεί και γύρω σας. Πως αλλιώς θα εκτιμήσετε το φως, αν δεν περάσετε από το σκοτάδι;

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

The Babadook (2014) Horror, Drama

Το “The Sixth Sense” του M. Night Shyamalan ήταν μια ταινία σταθμός, τουλάχιστον όσον αφορά τη μόδα που δημιούργησε για αυτό το υποείδος τρόμου.
Από το αριστουργηματικό “The others”, στο παραγνωρισμένο “Darkness” και από το συμπαθητικό “Insidious” στο προνηπιακού τρόμου “Mama”, ουκ ολίγες φορές βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το υπερφυσικό μέσα από τα μάτια των παιδιών. Η ασιατική σχολή, με σημείο εκκίνησης το “Ringu” έχει και αυτή να επιδείξει πάρα πολλές παρόμοιας θεματολογίας ταινίες, όπως το “Ju-on”, το “The Eye” και άλλα. Εκατοντάδες ταινίες πλέον «πατάνε» πάνω σε αυτό το μοτίβο.
Το “The Babadook” της αυστραλιανής Jennifer Kent, το πατάει αυτό το μοτίβο. Το παίρνει και το ανανεώνει, ή μάλλον του αλλάζει τα φώτα!
Η Αμέλια είναι μια μητέρα που μεγαλώνει μόνη της το μοναχογιό της Σάμουελ. Έχασε τον άντρα της, πηγαίνοντας προς το μαιευτήριο για να γεννήσει. Είναι απολύτως φυσιολογικό ο εξάχρονος να μην είναι φυσιολογικός… Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη μαγεία, παρουσιάζει επιθετική συμπεριφορά, ενώ η σχέση του με τη μητέρα του είναι εξαρτημένη και προβληματική. Δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς για ένα παιδί, που για ευνόητους λόγους, δεν γιόρτασε ποτέ γενέθλια.
Η Αμέλια είναι νοσοκόμα σε οίκο ευγηρίας και δεν θα αντέξει, πέρα της ανυπακοής του γιου της και τις ιστορίες του για το τέρας που θέλει να εισβάλει στη ζωή τους. Η ήδη δύσκολη καθημερινότητά της θα γίνει ανυπόφορη, με το Babadook (το τέρας που λέγαμε) να βρίσκεται σε κάθε διάλογο που κάνει με το γιο της.
Δεν υπάρχει πλέον επιστροφή. Μάνα και γιος θα ζήσουνε την απόλυτη υπερφυσική εμπειρία, με το Babadook να ζητά την άνευ όρων παράδοσή τους.
Που είναι λοιπόν η διαφορετικότητα του “The Babadook” και πως ξεκινάει μια νέα σχολή;
Με τη δύναμη της δραματικής ιστορίας και τα συναισθήματα που απορρέουν από αυτή, η Jennifer Kent δεν εκβιάζει τον φόβο μας με scary jumps και καλοφτιαγμένα ειδικά εφέ. Δίνει όλο το βάρος στην αλληγορική κεντρική ιδέα, ενώ καταφέρνει να τρομάξει με τον παραδοσιακό τρόπο. Τριξίματα, κραυγές, απίστευτα σκηνικά (μαύρα σεντόνια!) δεν λείπουν από την ταινία. Ο ρόλος τους είναι δευτερεύων όμως μπροστά στη δύναμη της ιστορίας και τις δύο εκπληκτικές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού διδύμου. Γιατί καλή ταινία τρόμου χωρίς πειστικούς ηθοποιούς δεν γίνεται!
Το εικαστικό κομμάτι είναι άψογο και θα μπορούσε μόνο για τα σκίτσα και το μοντάζ που έχει γίνει στη δεύτερη εμφάνιση του βιβλίου (κακού βιβλίου φυσικά), που διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα, η ταινία να είναι πολύ υψηλά στις προτιμήσεις μου.
Εν κατακλείδι, έχουμε ένα συνδυασμό της εφιαλτικής ατμόσφαιρας του “Rosemary's Baby” (Polanski), της παράνοιας του “The Shining” (Kubrick) και της έντασης του “The Black Swan” (Aronofsky).
Η ταινία της Jennifer Kent δεν ξεπερνά τις παραπάνω ταινίες (και ούτε η ίδια με το ντεμπούτο της μπορεί να συγκριθεί με τους αναφερόμενους άντρες συναδέλφους της). Είναι όμως τόσο δυνατή και η ίδια σε καλό δρόμο από την πρώτη της κιόλας ταινία.
Και μόνο ότι με τον όρο «ψυχολογική ταινία τρόμου» το “The Babadook” θα έρχεται αμέσως στο μυαλό σας μαζί με τις υπόλοιπες προτιμήσεις σας, πιστεύω ότι λέει πολλά.
Για να μην πολυλογώ και πετάξω καμιά spoileria, η ταινία είναι must see.